- συντριπτικός
- acupuncture
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
συντριπτικός — ή, ό / συντριπτικός, ή, όν, ΝΜ [συντρίβω] ο ικανός να επιφέρει ολοκληρωτική καταστροφή, καταστρεπτικός, ολέθριος νεοελλ. 1. μτφ. α) αυτός που εκμηδενίζει, εξουθενωτικός (α. «συντριπτική νίκη» β. «συντριπτικά επιχειρήματα» γ. «συντριπτική… … Dictionary of Greek
συντριπτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ικανός να συντρίψει, καταστρεπτικός: Δέχτηκαν συντριπτικό χτύπημα. 2. «συντριπτική υπεροχή», αναμφισβήτητη και μεγάλη υπεροχή, έτσι που να αποθαρρύνει τον αντίπαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θλαστικός — ή, ό (Α θλαστικός, ή, όν) αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για θλάση, αυτός που συντρίβει, συντριπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. θλαστικός < θλάστ ης ή θλαστ ός] … Dictionary of Greek
μαλερός — μαλερός, ά, όν (Α) 1. ισχυρός, ορμητικός, βίαιος 2. (για τη φωτιά) καταστρεπτικός («μαλερῷ δὲ καταφλέξας πυρὶ κώμας», Ησίοδ.) 3. ενθουσιώδης, σφοδρός («πόθῳ στένεται μαλερῷ», Αισχύλ.) 4. δεινός, τρομερός («πόνους τλήνας μαλεροὺς ἀκάμαντας»,… … Dictionary of Greek
συντριπτίτιδα — η, Ν είδος εκρηκτικής ύλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συντρίβω (πρβλ. συντριπτικός) + κατάλ. ίτιδα (πρβλ. δυναμίτιδα)] … Dictionary of Greek
Μεσολόγγι — Πόλη (υψόμ. 3 μ., 12.225 κάτ.) της δυτικής Στερεάς Ελλάδος, πρωτεύουσα του νομού Αιτωλοακαρνανίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η πόλη, χτισμένη σε έναν προσχωσιγενή βραχίονα που σχηματίζεται ανάμεσα στη λιμνοθάλασσά του και στη λιμνοθάλασσα της… … Dictionary of Greek